ἀρδεία

From LSJ
Revision as of 18:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρδεία Medium diacritics: ἀρδεία Low diacritics: αρδεία Capitals: ΑΡΔΕΙΑ
Transliteration A: ardeía Transliteration B: ardeia Transliteration C: ardeia Beta Code: a)rdei/a

English (LSJ)

ἡ, irrigation, Str.4.6.7, Plu.2.688a (pl.), BGU283.6 (ii A.D.); εἰς ἀρδείαν τῆς γῆς Wilcken Chr.461.24 (iii A.D.); of a horse, εἰς ἀρδείαν ἄγειν Ael.NA7.12.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 riego, irrigación τῆς ἀρδείας στερομένους (τοὺς γεωργοῦντας) Str.4.6.7, ἀρδείαις ποτίζομεν Plu.2.687f, ἀ. τῆς γῆς BGU 283.6 (II d.C.), cf. PCair.Isidor.138, PGrenf.1.57.14 (VI d.C.), PMasp.2.2.22 (VI d.C.), Hsch.
2 acción de abrevar ἵππον ἐς ἀρδείαν ἄγειν llevar el caballo a abrevar Ael.NA 7.12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 arrosement, irrigation;
2 action d'abreuver le bétail.
Étymologie: ἀρδεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρδεία: ἡ орошение: ἀρδείαις ποτιζόμενα Plut. (искусственно) орошаемые (поливные) земли.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρδεία: ἡ, (ἄρδω) ἄρδευμα, πότισμα τῶν ἀγρῶν, Στράβ. 205, Πλούτ. 2. 687F· τῶν κτηνῶν, εἰς ἀρδείαν ἄγειν Αἰλ. π. Ζ. 7. 12

Greek Monolingual

ἀρδεία, η (AM) αρδεύω
άρδευση, πότισμα γης ή ζώων.

Greek Monotonic

ἀρδεία: ἡ (ἄρδω), άρδευση, πότισμα αγρών, σε Στράβ.

Middle Liddell

ἄρδω, ἀρδεύω
a watering of fields, Strab.