γλυκάζω
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
sweeten, τὴν κατάποσιν Epict. Gnom.22; affect with a sensation of sweetness, τοὺς ὑγιαίνοντας S.E. P.1.211:—Pass., receive a taste of sweetness, Hierocl.p.29A., S.E. P.1.20; but, taste sweet, Gp.2.39.4, and so intr. in Act. of wine, Ath. 1.26c; μέλι γλυκάζον LXX Ez.3.3, cf. Plot.4.3.26.
Spanish (DGE)
1 intr. tener sabor dulce la miel, LXX Ez.3.3, el vino Ath.26c, cf. Plot.4.3.26, tb. en v. med. Gp.2.5.7.
2 tr. endulzar τὴν κατάποσιν Epict.Gnom.22
•fig. procurar una sensación agradable τοὺς ὑγιαίνοντας S.E.P.1.211
•en v. pas. recibir una sensación agradable Hierocl.p.29, S.E.P.1.20.
Russian (Dvoretsky)
γλῠκάζω: досл. делать сладким, перен. давать ощущение сладости (τὸ μέλι γλυκάζει τοὺς ὑγιαίνοντας Sext.): γλυκάζεσθαι αἰσθητικῶς Sext. чувствовать вкус сладкого.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκάζω: μέλλ. –άσω, (γλυκὺς) παρέχω γλυκεῖαν γεῦσιν εἴς τινα, τοὺς ὑγιαίνοντας Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 211.– Παθ., λαμβάνω γεῦσίν τινα γλυκύτητος, γεύομαι γλυκέος, αὐτόθι 1. 20·- ὡσαύτως τὸ ἐνεργ. μετ’ οὐδ. σημασ., εἶναι γλυκύς, ἐπὶ οἴνου, Ἀθήν. 26C.
Greek Monolingual
(AM γλυκάζω) γλυκύς
δίνω σε κάτι γλυκιά γεύση
μσν.- νεοελλ.
1. παρέχω σε κάποιον αίσθημα γλυκύτητας
2. έχω γλυκιά γεύση, είμαι γλυκός
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) γλυκασμένος, -η, -ο
γλυκός, ήπιος.