ἐμπύημα
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
ατος, τό, gathering, abscess, esp. internal, Hp.Prog.18, Epid.3.1.a/, Arist. HA624a17; of the kidneys, Ruf.Ren.Ves.1.5; of the chest, Archig. ap.Aët.8.73, Gal.17(2).793.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. absceso interno, empiema ἐπισκέπτεσθαι δὲ χρὴ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐμπυήματος Hp.Prog.16, cf. 17, 18, Epid.3.1.1, Arist.HA 624a17, Aret.SA 1.10.5, ἐμπυήματα χρόνια abscesos crónicos Hp.Art.55, en los riñones, Ruf.Ren.Ves.1.5, en los pulmones, Archig. en Aët.8.73, Gal.7.327, 17(2).793.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπύημα: ατος τό нарыв, гнойник Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπύημα: τό, συνάθροισις πύου, «ὄμπυασμα», ἀπόστημα, ἰδίως ἐσωτερικόν, Ἱππ. Προγν. 41, Ἐπιδημ. τ. Γ΄, 1059, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10.
Greek Monolingual
και εμπύωμα, το (AM ἐμπύημα και ἐμπύωμα)
συγκέντρωση πύου σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό σημείο του σώματος.