αὐθωρεί
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
αὐθωρεί: ἢ αὐθωρί, Ἐπίρρ. εὐθύς, πάραυτα, αὐτοστιγμί, ἡ Πυθία καὶ πρὸ ἐρωτήσεως αὐθωρὶ χρησμοὺς εἴωθε τινας ἐκφέρειν Πλούτ. 2. 512Ε, Κικ. π. Ἀττ. 2. 14, 1.
Russian (Dvoretsky)
αὐθωρεί: Cic. и αὐθ-ωρί Plut. adv. тотчас же.
Greek Monolingual
(AM αὐθωρεί και αὐθωρί και αὐθωρόν) αυθωρός
την ίδια στιγμή, αμέσως.