διάφασις

Revision as of 19:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, (διαφαίνω) view through, opp. ἔμφασις, Thphr. Lap.30: metaph., ἐκφάσεις καὶ δ. τῆς ἀληθείας Plu.2.354b, cf. Cic. Att.2.3.2.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 transparencia ἥ θ' ὑαλοειδὴς ἣ καὶ ἔμφασιν ποιεῖ καὶ διάφασιν Thphr.Lap.30
fig. transparencia, evidencia ἐμφάσεις τῆς ἀληθείας καὶ διαφάσεις ἔχουσιν los sacerdotes egipcios, Plu.2.354c, κατ' ἔμφασιν δὲ καὶ διάφασιν οἱ ἀκριβῶς παρ' Ἕλλησι φιλοσοφήσαντες διορῶσι τὸν θεόν Clem.Al.Strom.1.19.94.
2 vano, ventana c. gen. obj. aiebat uirid<ar>iorum διαφάσεις latis luminibus non tam esse suauis Cic.Att.23.2.
3 arq. intercolumnio θυρώσειν ... τὰς διαφάσεις τῶν στυλοπαραστάδων IIasos 22.9 (heleníst.).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
transparence, clarté.
Étymologie: διαφαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

διάφᾰσις: -εως, ἡ, (διαφαίνω) τὸ φαίνεσθαι διὰ μέσου, διαφάνεια, ἀντίθ. τῷ ἔμφασις, Θεόφρ. Λίθ. 30, Πλούτ. 2. 354Β.

Russian (Dvoretsky)

διάφᾰσις: εως ἡ прозрачность Plut.