κισσωτός

From LSJ
Revision as of 20:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσωτός Medium diacritics: κισσωτός Low diacritics: κισσωτός Capitals: ΚΙΣΣΩΤΟΣ
Transliteration A: kissōtós Transliteration B: kissōtos Transliteration C: kissotos Beta Code: kisswto/s

English (LSJ)

ή, όν, decked with ivy, νεβρίς AP6.172.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
couvert ou couronné de lierre.
Étymologie: κισσόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κισσωτός -ή -όν [κισσόω] bedekt met klimop.

Russian (Dvoretsky)

κισσωτός: покрытый или украшенный плющом (νεβρίς Anth.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κισσωτός, -ή, -όν) [[[κισσώ]] (II)]
στολισμένος με κισσό.

Greek Monotonic

κισσωτός: -ή, -όν (κισσόω), διακοσμημένο με κισσό, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κισσωτός: -ή, -όν, κεκοσμημένος μὲ κισσόν, Ἀνθ. Π. 6. 172.

Middle Liddell

κισσωτός, ή, όν κισσόω
decked with ivy, Anth.