διάδικος

From LSJ
Revision as of 10:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδῐκος Medium diacritics: διάδικος Low diacritics: διάδικος Capitals: ΔΙΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: diádikos Transliteration B: diadikos Transliteration C: diadikos Beta Code: dia/dikos

English (LSJ)

τὸ εἰς δίκην καλεῖν (Att.), Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ jur. parte contraria, adversario en un litigio Cod.Iust.3.10.1.1, Bass.Suppl.p.45.29, Iust.Edict.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ δήμιος αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.Ep.M.78.537A, cf. MAMA 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759.

Greek (Liddell-Scott)

διάδῐκος: ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.

Greek Monolingual

ο (AM διάδικος)
αυτός που δικάζεται είτε ως αντίδικος είτε ως ομόδικος
2. ο μάρτυρας
3. ο διαιτητής
4. ο τιμωρός διώκτης
αρχ.
το έτερο τών δικαζόμενων μερών.