λούτριον
From LSJ
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
English (LSJ)
τό, A water that has been used in washing, Ar.Eq. 1401, Fr.306, Luc.Lex.4. II = λουτήρ, λ. χαλκοῦν μέγα CPR p.125 (iii A. D.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
eau sale d'un bain.
Étymologie: λουτρόν.
Russian (Dvoretsky)
λούτριον: τό грязная вода после мытья, помои (ἐκ τῶν βαλανείων Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λούτριον: τό, ὕδωρ χρησιμεῦσαν εἰς λοῦσιν, ἀπόλουμα, ἀπόλουτρον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1401, Ἀποσπ. 290, Λουκ. Λεξιφ. 4.
Greek Monolingual
λούτριον, τὸ (Α) λουτρόν
το νερό που χρησιμοποιήθηκε για πλύσιμο κάποιου («δεὸς μὴ ἐν λουτρίῳ ἀπολουσώμεθα», Λουκιαν.).