μαζονόμος

From LSJ
Revision as of 21:54, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
plateau pour servir les gateaux sacrés.
Étymologie: μᾶζα, νέμω.

Greek (Liddell-Scott)

μαζονόμος: (ἐξυπ. κύκλοςπίναξ), ὁ, πίναξ ἢ «δίσκος», ἐφ’ οὗ ἐπετίθεντο τὰ ἐκ κριθίνου ἀλεύρου πλακούντια καὶ διενέμοντο, Ἁρμόδ. παρ’ Ἀθην. 149Α, πρβλ. Ὁρατ. Σατ. 2. 8, 86· μ. χρυσοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 51, πρβλ. 197F· - ἐντεῦθεν, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., μαζονομεῖον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 367· μαζονόμιον, τό, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 202Ε.

Greek Monolingual

μαζονόμος, ὁ (Α)
το μαζονόμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + νόμος (< νέμω), πρβλ. κρεανόμος, μελισσονόμος)].

Greek Monotonic

μαζονόμος: ὁ (νέμω), πιατέλα για σερβίρισμα γλυκίσματος από κριθάρι, σε Οράτ.

Middle Liddell

νέμω
a trencher for serving barley cakes on, Hor.