Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διετήσιος

From LSJ
Revision as of 12:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διετήσιος Medium diacritics: διετήσιος Low diacritics: διετήσιος Capitals: ΔΙΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: dietḗsios Transliteration B: dietēsios Transliteration C: dietisios Beta Code: dieth/sios

English (LSJ)

ον, lasting through the year, θυσίαι Th.2.38, cf. Inscr.Prien.112.69 (i B. C.). Adv. -ίως Ar.Fr.766.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene lugar a lo largo de todo el año ἀγῶνες καὶ θυσίαι Th.2.38, cf. D.H.2.63, ἑορταί Luc.Merc.Cond.19, Poll.1.57, ὅτι μὴ καιροῖς τισι διετησίοις excepto en algunas ocasiones a lo largo del año D.H.1.15, cf. Hsch.
de cultivos que dura o se mantiene todo el año op. ὡραῖα Ael.Ep.20, NA 3.10.
2 adv. -ως durante todo el año Ar.Fr.807.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui dure toute l'année ; au plur. en parl. de jeux et de sacrifices qui se succèdent sans interruption d'un bout à l'autre de l'année.
Étymologie: διά, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

διετήσιος: длящийся в течение всего года (или круглый год), годичный (θυσίαι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

διετήσιος: -ον, ὁ διαρκῶν ἐπὶ ὁλόκληρον ἔτος ἢ γινόμενος δι’ ὅλου τοῦ ἔτους, Λατ. perennis, θυσίαι Θουκ. 2. 38. -Ἐπίρρ. -ίως, Α. Β. 35.

Greek Monolingual

διετήσιος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί έναν ολόκληρο χρόνο
2. αυτός που γίνεται όλο τον χρόνο.

Greek Monotonic

διετήσιος: -ον, αυτός που διαρκεί ή γίνεται μέσα σε ένα χρόνο, έτος, Λατ. perennis, σε Θουκ.

Middle Liddell

adj
lasting through the year, Lat. perennis, Thuc.