ἀκύλιστος
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ον, A not to be rolled about: metaph., κραδίη ἀ. an undaunted heart, Timo 16. II of Protagoras, οὐκ ἀ. not without volubility or versatility, Id.5.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
inamovible κραδίη Timo SHell.790, de Protágoras, Timo SHell.779.
Russian (Dvoretsky)
ἀκύλιστος: (ῠ) досл. с трудом катящийся, перен. неповоротливый: οὐκ ἀ. Sext. бойкий.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύλιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ τῇδε κἀκεῖσαι: μεταφ. κραδίη ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ ἄνευ εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57.
Greek Monolingual
και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α ἀκύλητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά
νεοελλ.
αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπου
αρχ.
φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + κυλιστός < ἐκύλισα, κυλίω.