διάμεστος

From LSJ
Revision as of 12:43, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάμεστος Medium diacritics: διάμεστος Low diacritics: διάμεστος Capitals: ΔΙΑΜΕΣΤΟΣ
Transliteration A: diámestos Transliteration B: diamestos Transliteration C: diamestos Beta Code: dia/mestos

English (LSJ)

ον, brim-full, Antiph.246; δ. εἰς τὸ ἥμισυ exactly half full, Arist.Pr.922b36.

Spanish (DGE)

-ον
lleno completamente c. gen. τῶν πολλάκις θρυλουμένων (βρωμάτων) Antiph.240.3, τῶν ὑείων Macho 461, εἰς τὸ ἥμισυ δ. lleno hasta la mitad Arist.Pr.922b36, μυκηθμοῦ καὶ στόνου διάμεστον ἦν (τὸ θέατρον) Eun.VS 10.5.2
medic. pleno del pulso regular al tacto, Gal.19.404.

Russian (Dvoretsky)

διάμεστος: наполненный (εἰς τὸ ἥμισυ πίθος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διάμεστος: -ον, ἐντελῶς, πλήρης, Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14· δ. εἰς τὸ ἥμισυ, ἀκριβῶς κατὰ τὸ ἥμισυ γεμᾶτος, Ἀριστ. Προβλ. 19. 50.

Greek Monolingual

διάμεστος, -ον (Α) μεστός
κατάμεστος.