κράντειρα

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράντειρα Medium diacritics: κράντειρα Low diacritics: κράντειρα Capitals: ΚΡΑΝΤΕΙΡΑ
Transliteration A: kránteira Transliteration B: kranteira Transliteration C: kranteira Beta Code: kra/nteira

English (LSJ)

ἡ, fem. of sq. ΙΙ, APl.4.220 (Antip.), Orph.Fr. 176.

Greek Monolingual

κράντειρα, ἡ (Α)
(θηλ. του κραντήρ) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραντ-ήρ + κατάλ. -ειρα (πρβλ. σωτ-ήρ: σώτ-ειρα)].