φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
Full diacritics: λῑμοκόλαξ | Medium diacritics: λιμοκόλαξ | Low diacritics: λιμοκόλαξ | Capitals: ΛΙΜΟΚΟΛΑΞ |
Transliteration A: limokólax | Transliteration B: limokolax | Transliteration C: limokolaks | Beta Code: limoko/lac |
ᾰκος, ὁ, hungry flatterer, ib.1074.
λῑμοκόλαξ: -ᾰκος, ὁ, πειναλέος κόλαξ, Κωμ. Ἀνώνυμ. (270) ἐν τοῖς Α. Β. 50.
λιμοκόλαξ, -ακος, ὁ (Α)
πειναλέος κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κόλαξ (πρβλ. δημο-κόλαξ, μουσο-κόλαξ)].