χαμαίπους

From LSJ
Revision as of 20:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίπους Medium diacritics: χαμαίπους Low diacritics: χαμαίπους Capitals: ΧΑΜΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: chamaípous Transliteration B: chamaipous Transliteration C: chamaipous Beta Code: xamai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. -ποδος, going on foot, Poll.2.195,3.40.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη» Πολυδ Β΄, 195· «εἰ δὲ πεζὴ ἀφίκοιτο ἡ νύμφη, χαμαίπους ἐλέγετο» Γ΄, 40.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(συν. για νύφη) αυτός που πορεύεται πεζόςχαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀρτί-πους, ὑψί-πους].