κορυδαλλίς
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
Greek Monotonic
κορῠδαλλίς: -ίδος, ἡ και κορῠδαλλός, ὁ, = το επόμ., σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυδαλλίς -ίδος, ἡ en κορυδαλλός -οῦ, ὁ [~ κορυδός] leeuwerik (vogel).
Russian (Dvoretsky)
κορῠδαλλίς: ίδος (ῐδ) ἡ Theocr. = κορυδαλλός.
Middle Liddell
κορῠδαλλίς, ίδος = κορῠδός, Theocr.]