μουνογενής
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
English (LSJ)
μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. μονογενής.
Greek (Liddell-Scott)
μουνογενής: -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.
Greek Monolingual
μουνογενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. μονογενής.
Greek Monotonic
μουνογενής: -γονος, -λιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, Ιων. αντί μον-.