κορυφαγενής

From LSJ
Revision as of 13:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφᾱγενής Medium diacritics: κορυφαγενής Low diacritics: κορυφαγενής Capitals: ΚΟΡΥΦΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: koryphagenḗs Transliteration B: koryphagenēs Transliteration C: koryfagenis Beta Code: korufagenh/s

English (LSJ)

ές, head-born, prop. epithet of Athena: in Pythag. philosophy, of an equilat. triangle, like Τριτογένεια ΙΙ, Plu.2.381f.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né de la tête de Zeus.
Étymologie: κορυφή, γένος.

Russian (Dvoretsky)

κορῠφᾱγενής: родившийся из головы (Зевса) (Ἀθηνᾶ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφᾱγενής: -ές, ὁ ἐκ τῆς κεφαλῆς ἢ τῆς κορυφῆς γεννηθείς, ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς· ― ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ, ἐπίθετον ἰσοπλεύρου τριγώνου, ὡς τὸ Τριτογένεια ΙΙΙ, Πλούτ. 2. 381Ε.

Greek Monolingual

κορυφαγενής, -ές (Α)
1. (ως επίθ. της Αθηνάς) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι του Διός
2. (στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία) (για τρίγωνο) ισόπλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφά (δωρ. τ. του κορυφή) + -γενής (< γένος), πρβλ. θεογενής, νυμφαγενής].