πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
-ουν, Ααυτός που έχει εξαιρετική διάνοια, μεγάλη αντίληψη, έξοχο νου («περισσόνους κούρη» Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -νους / -νοος (< νόος / νοῦς), πρβλ. βραδύ-νους].