λιχανοειδής
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
τόπος, ὁ, locus of the λίχανος II, Aristox. Harm. p. 26 M.; ὁ λ. φθόγγος the highest note of a πυκνόν, Bacch. Harm. 43, cf. Aristid.Quint. 1.6.
Greek Monolingual
λιχανοειδής, -ές (Α) λιχανός
φρ. α) «λιχανοειδής τόπος» — το σημείο της λύρας ή της κιθάρας όπου κινείται ο λιχανός. ο δείκτης του χεριού
β) «λιχανοειδής φθόγγος» — ο υψηλότερος φθόγγος του πυκνού, δηλ. του μικρού διαλείμματος στη μουσική.