αὐλιστήριον
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
τό, stall, steading, Herm. ap. Stob.1.49.68, Aq.Is.10.29, Hsch. s.v. συοβαύβαλοι.
Spanish (DGE)
-ου, τό
redil, aprisco Aq.Is.10.29, Corp.Herm.Fr.25.7, Hsch.s.u. συοβαύβαλοι.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλιστήριον: τό, μάνδρα, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 1074, κατάλυμα, Ἀκύλ. Π. Δ., Ἡσύχ. ἐν λ. συοβαύβαλοι.