ἀντιρρήγνυμι
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
break opposite ways, Plu.2.1005b.
Spanish (DGE)
abrir caminos opuestos κἀκεῖνος ἀντιρραγείς ὑποχωρεῖ Plu.2.1005b.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 Pass. ἀντιρραγείς;
briser contre.
Étymologie: ἀντί, ῥήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιρρήγνῡμι: разрывать в обратном направлении (ἀὴρ ἀντιρραγείς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιρρήγνυμι: παθ., ἀντιρρήγνυμαι, ρήγνυμαι καὶ αὐτός, κἀκεῖνος ἀντιρραγεὶς ὑποχωρεῖ Πλούτ. 2.1005Β.
Greek Monolingual
ἀντιρρήγνυμι (Α)
διασπώ, διαχωρίζω.