χρυσοκάρανος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
Doric for χρυσοκάρηνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à tête d'or.
Étymologie: χρυσός, κάρηνον.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοκάρᾱνος: (κᾰ) златоглавый, т. е. златорогий (δόρκη Eur.).