τριπλασιεφήμισυς
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
υ, 3½ times as great — in Nicom. Ar. 1.22, 23.
Greek Monolingual
-υ, Α
(για αριθμό) τρεις φορές και ένα δεύτερο μεγαλύτερος από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλάσιος + ἐφήμισυς].