σχιζόπους

From LSJ
Revision as of 16:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχιζόπους Medium diacritics: σχιζόπους Low diacritics: σχιζόπους Capitals: ΣΧΙΖΟΠΟΥΣ
Transliteration A: schizópous Transliteration B: schizopous Transliteration C: schizopous Beta Code: sxizo/pous

English (LSJ)

σχιζόπουν, gen. ποδος, with parted toes, opp. στεγανόπους (web-footed), Id.HA593a28, PA643b32.

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, ἡ, mit gespaltenen Füßen, Zehen, Hufen; τὸ σχιζόπουν, Arist. part. an. 1, 2, im Ggstz von στεγανόπους, H. A. 9, 12, wie Ael. H. A. 5, 50.

Russian (Dvoretsky)

σχιζόπους: 2, gen. ποδος с расщепленными на пальцы ступнями, пальчатый (sc. ζῷον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σχιζόπους: ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν διακεχωρισμένους, ἀντίθετον τῷ στεγανόπους (ὁ ἔχων αὐτοὺς ἡνωμένους διὰ μεμβράνης), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 8. 3, 10. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 20 ― σχιζοποδία, ἡ, ἡ φύσις τοῦ σχιζόποδος, αὐτόθι 1. 3, 18, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 8.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(για ζώα) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του χωρισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + πούς, ποδός «πόδι»].