κορικός
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ή, όν, A = παρθενικός, of a girl, χιτών Schwyzer 462 B 29 (Tanagra, iii B. C.), cf. Poll.2.17. Adv. κορικῶς = like a girl, τρυφᾶν Ph.2.89; βαδίζειν Ael.NA2.38; αἰσχύνεσθαι Alciphr.3.2: Comp. κορικώτερον Eust.1571.43. II belonging to Kore, πεπλοποιία Dam.Pr.339.
Greek (Liddell-Scott)
κορῐκός: -ή, -όν, παρθενικός, Πολυδ. Β΄, 17· ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς κοράσιον, βαδίζειν Αἰλ. π. Ζ. 2. 38· αἰσχύνεσθαι Ἀλκίφρ. 3. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κορικός, -ή, -όν) κόρη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, κοριτσίστικος, παρθενικός
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κόρη του ματιού («κορικός υμένας»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην Περσεφόνη.
επίρρ...
κορικῶς (Α)
με τον τρόπο κοριτσιού, σαν κορίτσι.
German (Pape)
mädchenhaft, zärtlich, von Poll. 2.17 verworfen.
• Adv., κορικῶς αἰσχύνεσθαι, wie ein Mädchen sich schämen, Alciphr. 3.2; καὶ ἡσυχῆ βαδίζειν Ael. H.A. 2.38.