ἠπιάω
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
aor. 1 Pass. ἠπιήθη, = ἐταπεινώθη, Hsch. (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιάω: καταπραΰνω, ἡμερώνω· ἀόρ. παθ. ἠπιήθην, Ἠσύχ.· πρβλ. ἠπιόω.
German (Pape)
lindern, besänftigen, VLL.