ἀλεξιφάρμακον

From LSJ
Revision as of 08:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5")

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source

German (Pape)

[Seite 93] τό, Mittel gegen Gift, Plat. Polit. 279 c; Theophr.; Titel eines Gedichts des Nicander; übh. Schutzmittel, ἀλ. τῶν λόγων, gegen die Reden, Plat. Legg. XII, 957 d; ὥσπερ ἀλ. ἔσται τοῖς ἀδικεῖν βουλομένοις Dem. 24, 85. – Adj., δυνάμεις ἀλεξιφάρμακοι, als Gegenmittel dienend, Plut. Symp. 4, 1, 3.

Greek Monotonic

ἀλεξιφάρμᾰκον: τό, αντίδοτο, γιατρικό, φάρμακο, σε Πλάτ.· ἀλ. τινος, ενός πράγματος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεξιφάρμακον: τό
1) противоядие Plat.;
2) перен. предохранительное средство (τινος Plat., τινι Dem., Men.).

Middle Liddell


an antidote, remedy, Plat.:— τινός against a thing, Plat.