ἀποτελεστικός
English (LSJ)
ή, όν, A causative, productive, τινός Epicur. Ep.1p.14U., Stoic.2.149, Polystr.p.32 W., Pl.Def.412c, Plu.2.652a, etc.; final, conclusive, ἀποχή PTeb.397.25 (ii A.D.). 2 prob.f.l. for -ματικός ΙΙ, Porph.Plot.15. II Gramm., final, σύνδεσμος A.D. Synt.265.27, al. Adv. -κῶς ib. 268.28.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1productivo, productor φιλοπονία ἕξις ἀ. Pl.Def.412c, θερμασίαι Plu.2.652a, τέχνη Sch.D.T.119.34, τέχναι Sch.D.T.122.36
•c. gen. ῥεύματος πνεύματος Epicur.Ep.[2] 53, πυρός Epicur.Ep.[3] 101, μεγέθων καὶ ποιοτήτων Chrysipp.Stoic.2.149, τῶν μεγίστων συμφορῶν Polystr.Contempt.33.1, τῶν μυούρων ... σφυγμῶν Gal.9.65.
2 producido por c. gen. τὸ κακὸν ... πρακτικῆς ἀνθρωπίνης ἐνεργείας ἀποτελεστικόν Epiph.Const.Haer.66.15 (p.39.7).
3 definitivo, final ἀποχῆ PTeb.397.25 (II d.C.)
•gram. σύνδεσμος ἀ. conjunción final Posidon.45, A.D.Synt.265.27, ἔγκλισις Sch.D.T.245.17.
II adv. -ῶς
1 gram. con sentido final A.D.Synt.268.28.
2 completamente, mundus hic factus est apotelesticos a Deo Iren.Lugd.Haer.2.28.3.
German (Pape)
[Seite 330] wirksam, vollendend, τινός Plat. Defin. 412 c; Plut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui accomplit, qui produit, gén. ; t. de gramm. qui exprime la conséquence, consécutif.
Étymologie: ἀποτελέω.
Greek Monolingual
ἀποτελεστικός, -ή, -όν (Α) αποτελώ
1. αυτός που εκτελεί κάτι
2. τελειωτικός
3. αστρολ. ο αποτελεσματικός
4. γραμμ. (για τους συνδέσμους) ο τελικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτελεστικός:
1) способствующий окончанию или созреванию (τινος Plat., Plut.);
2) грам. конечный.