Ἄκαστος
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (Autenrieth)
king of Dulichium, Od. 14.336†.
English (Slater)
̆ακαστος son of Pelias, husband of Hippolyta; king of Iolkos, slain by Peleus. λατρίαν Ἴαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος (N. 4.57) ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (sc. Πηλεύς.) (N. 5.30)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
mit. Acasto
1 hijo de Pelias, rey de Yolcos, argonauta, Pi.N.4.58, E.Alc.732, A.R.1.224, 321.
2 rey de Duliquion Od.14.336.
3 rey de Atenas, Arist.Ath.3. • DMic.: a-ka-to (?).
Russian (Dvoretsky)
Ἄκαστος: ὁ Акаст
1) царь Дулихия Hom.;
2) сын Пелия, царь Иолка, один из аргонавтов Pind., Eur.