ἐλαιώδης

From LSJ
Revision as of 19:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιώδης Medium diacritics: ἐλαιώδης Low diacritics: ελαιώδης Capitals: ΕΛΑΙΩΔΗΣ
Transliteration A: elaiṓdēs Transliteration B: elaiōdēs Transliteration C: elaiodis Beta Code: e)laiw/dhs

English (LSJ)

ες, oily, Hp.Epid.3.17.ά, Philum.Ven.17.1; oleaginous, λιπαρότης Arist.HA522a22; τῇ γεύσει Dsc.1.39.

Spanish (DGE)

-ες
• Grafía: graf. -ιούδης POxy.2113.17 (IV d.C.)
1 de aspecto oleoso, aceitoso de líquidos οὔρησεν ἐλαιῶδες expulsó una orina aceitosa Hp.Epid.3.17.1, cf. Steph.in Hp.Progn.194.25, ὑγρόν Hp.Gland.1, λιπαρότης ... ἐ. de la grasa de la leche, Arist.HA 522a22, cf. Mete.388a5, ἰχώρ Philum.Ven.17.1, de ciertas piedras preciosas, Hld.2.30.3, Plu.Fluu.1.2
de un aceite muy aceitoso, muy oleoso del aceite de mirto, Dsc.1.39.2.
2 parecido al olivo τὸ μὲν φύλλον ἐλαιῶδες ἔχει Thphr.HP 9.11.8.
3 de aceitunas que da o contiene aceite op. ἀνέλαιονsin aceite’, Thphr.CP 6.8.7.
4 productor de aceitunas ἐλαιουδῶν δρυὸς ἑνός por un árbol de los que producen aceitunas, POxy.l.c.

German (Pape)

[Seite 789] ες, oliven-, ölartig, Arist. u. Folgde.

Russian (Dvoretsky)

ἐλαιώδης:
1) похожий на елей, маслянистый (λιπαρότης Arst.);
2) похожий на маслину, масличный (βοτάναι Arst.; φυτά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιώδης: -ες, (εἶδος) καὶ Ἀττ. ἐλαώδης, ὅμοιος ἐλαίῳ, οὔρησεν ἐλαιῶδες Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1093· ὁ περιέχων ἔλαιον, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1· ἐλαιόχρους, Διοσκ. 1. 92.

Greek Monolingual

-ες (AM ἐλαιώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με λάδι στη σύστασή του
νεοελλ.
αυτός που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ύλη («ελαιώδη προϊόντα»)
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού, λαδόχρωμος, λαδής.