μιξίαμβος
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
[ῐα], ον, mixed with satires, satiric, Hsch.
German (Pape)
[Seite 188] mit Jamben, mit Spott gemischt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μιξίαμβος: -ον, ὁ μεμιγμένος μετὰ ἰάμβων, σκωπτικός, «λοίδορος, μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μιξίαμβος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με σκώμμα, ο σκωπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ἴαμβος.