μυρτόχειλα
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
τά, labia majora pudendorum, Ruf. Onom. 112; — also μυρτοχειλίδες, αἱ, Poll. 2.174.
German (Pape)
[Seite 222] τά, = Folgdm, sp. Medic.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
labia majora pudendorum LSJ.
Étymologie: μύρτον, χεῖλος.
Greek Monolingual
μυρτόχειλα, τὰ (Α)
τα μεγάλα χείλη του γυναικείου αιδοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος «γυναικείο αιδοίο» + χεῖλος.