μυρτοχειλίδες

From LSJ
Revision as of 21:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρτοχειλίδες Medium diacritics: μυρτοχειλίδες Low diacritics: μυρτοχειλίδες Capitals: ΜΥΡΤΟΧΕΙΛΙΔΕΣ
Transliteration A: myrtocheilídes Transliteration B: myrtocheilides Transliteration C: myrtocheilides Beta Code: murtoxeili/des

English (LSJ)

αἱ, = μυρτόχειλα.

German (Pape)

[Seite 222] αἱ, die Lefzen an der weiblichen Schaam, Poll. 2, 174. Vgl. μύρτον.

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
labia majora pudendorum LSJ.
Étymologie: μύρτον, χεῖλος.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτοχειλίδες: -αἱ, τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ μύρτου, δηλ. τῆς κλειτορίδος τοῦ γυναικείου αἰδοίου χείλη, τὰ ἄλλως κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα λεγόμενα, Πολυδ. Β΄, 174.

Greek Monolingual

μυρτοχειλίδες, αἱ (Α) μυρτόχειλα
(κατά τον Πολυδεύκη) «τα ἑκατέρωθεν του γυναικείου αιδοίου σαρκώδη πτερυγώματα».