ἄνιπτος

Revision as of 18:15, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

ον, A unwashed, unwashen, χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν (v.l. ἀνίπτῃσιν) Διὶ λείβειν . . ἅξομαι Il.6.266, cf. Hes.Op.725, Ev.Matt.15.20: prov., ἄνιπτος ποσί, i.e. unprepared, Luc.Pseudol.4. 2 not to be washed out, αἷμα A.Ag. 1459.

Spanish (DGE)

-ον
1 no lavado, sucio χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν Il.6.266, Hes.Op.725, τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶν φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον Eu.Matt.15.20
fig. ἀνίπτοις ποσί con los pies sin lavar e.e. no preparado Luc.Pseudol.4, Rh.Pr.14.
2 que no puede ser lavado αἷμα A.A.1460.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non lavé;
2 qui ne peut être lavé.
Étymologie: , νίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἄνιπτος:
1 не(у)мытый (χεῖρες Hom., Hes.; πόδες Luc.);
2 несмываемый (αἷμα Aesch.).

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of νίπτω; without ablution: unwashen.

English (Thayer)

ὄν (νίπτω to wash), unwashed: R L marginal reading in 5. (Homer, Iliad 6,266, etc.)

Greek Monolingual

και άνιφτος, -η, -ο (ΜΑ ἄνιπτος, -ον)
άπλυτος
αρχ.
ανεξίτηλος.

Greek Monotonic

ἄνιπτος: -ον (νίζω),
1. άπλυτος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που δεν έχει ξεπλυθεί, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνιπτος: -ον, (νίζω) ἄνιπτος, χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν (ἄλλη γραφὴ -αισι) Διὶ λείβειν... ἅζομαι Ἰλ. Ζ. 266, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 723· «ἀνίπτοις ποσὶν ἀντὶ τοῦ ἀνετοίμως καὶ χωρίς τινος παρασκευῆς» (Σουΐδ.)· οὐδὲ ἀνίπτοις ποσὶ κατὰ τὴν παροιμίαν ἐπὶ τόνδε τὸν λόγον ἀπηντήκαμεν Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποπλύνῃ, ἀνεξάλειπτος, αἷμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1459.

Middle Liddell

νίζω
1. unwashen, Il.
2. not to be washed out, Aesch.

Chinese

原文音譯:¥niptoj 阿-你普拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:不-洗的
字義溯源:未洗淨的,不洗,沒有洗的,不潔淨的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,未)與(νίπτω)*=洗淨)組成
出現次數:總共(3);太(1);可(2)
譯字彙編
1) 用不潔淨的(1) 可7:5;
2) 沒有洗的手(1) 可7:2;
3) 不洗(1) 太15:20

French (New Testament)

non lavé rituellement, impur