περιφράζω

From LSJ
Revision as of 11:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source

French (Bailly abrégé)

exprimer par circonlocution ou périphrase;
Moy. περιφράζομαι examiner sous toutes les faces ; méditer à, acc..
Étymologie: περί, φράζω.

Greek Monolingual

(I)
Α
1. διατυπώνω με περίφραση
2. σκέπτομαι, εξετάζω κάτι από κάθε πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. περι- + -φράζω «λέω, διηγούμαι»].
(II)
Ν
βλ. περιφράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-φράζω, meestal med. zorgvuldig overwegen.