παράτυπος
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
English (LSJ)
ον, counterfeit, νομίσματα Sch.Ar.Ach.516, cf. POxy. 1411.12 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 505] verschlagen, verfälscht, Schol. Ar. Ach. 516.
Greek (Liddell-Scott)
παράτῠπος: -ον, παράσημος Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 1115.- Ρῆμα παρατῠπόομαι, ἐν μέσ. σημασίᾳ, Γ΄, 86· - μεταφορ., ἐπὶ παραποιήσεως τῆς πίστεως, ὁ τῆς πίστεως Λόγος παρατετυπωμένος Βασίλ. τ. 1, σ. 854Β.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράτυπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που γίνεται ή έγινε παρά τους τύπους, παρά τους κανόνες, που αποτελεί παράβαση τών τύπων, παράνομος, μή νομότυπος
αρχ.
παραχαραγμένος, κίβδηλος («παράτυπα νομίσματα», Σχόλ. στον Αριστοφ.).
επίρρ...
παρατύπως ΝΑ, και παράτυπα Ν
κατά τρόπο παράτυπο, παρά τους τύπους, παράνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -τυπος (< τύπτω), πρβλ. αντί-τυπος].
Mantoulidis Etymological
(=παρατυπωμένος, παραχαραγμένος, κίβδηλος). Ἀπό τό παρά + τύπος τοῦ τύπτω (=χτυπῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.