ραιβός

From LSJ
Revision as of 16:00, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

-ή, -ό/ ῥαιβός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. καμπύλος, κυρτός
2. (ιδίως για πρόσ.) αυτός που είναι ραιβόπους, που πάσχει από ραιβοποδία
νεοελλ.
ιατρ. (για άρθρωση ή μέλος) αυτός που παρουσιάζει στροφή προς τη μέση γραμμή του σώματος σε μη φυσιολογικό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα wrai-gw- και συνδέεται με το γοτθ. wraigs «κυρτός» και τα: ῥοικός, ῥυβόν. Χαρακτηριστικό είναι ότι το επίθ. εμφανίζει φωνηεντισμό -α- που παρατηρείται σε πολλά επίθ. δηλωτικά ασθενείας (πρβλ. λαιός, σκαίος, φαύλος, κλαμβός)].

Mantoulidis Etymological

(=κυρτός, στραβός, στραβοκάνης). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ὁ ἀρχικός τύπος νά ἦταν ϝραγ-ός. Εἶναι πιθανό νά παράγεται Ἀπό ρίζα ραγ- τοῦ ρήγνυμι καί τοῦ ραίω (=συντρίβω), πού ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό ρήγνυμι.