κυανοπλόκαμος

From LSJ
Revision as of 02:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοπλόκᾰμος Medium diacritics: κυανοπλόκαμος Low diacritics: κυανοπλόκαμος Capitals: ΚΥΑΝΟΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: kyanoplókamos Transliteration B: kyanoplokamos Transliteration C: kyanoplokamos Beta Code: kuanoplo/kamos

English (LSJ)

ον, dark-haired, B.5.33, al., Q.S.5.345.

German (Pape)

[Seite 1521] dunkel gelockt, Nymphen, Qu. Sm. 5, 345.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοπλόκαμος: -ον, ἔχων μέλανας πλοκάμους, μέλαιναν κόμην, Κόϊντ. Σμ. 5. 345.

Greek Monolingual

κυανοπλόκαμος, -ον (Α)
(για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλόκαμος «βόστρυχος» (πρβλ. ιοπλόκαμος, σταχυοπλόκαμος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανοπλόκαμος -ον [κύανος, πλόκαμος] met donkere lokken.