παρακαίω

Revision as of 11:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

aor. -έκαυσα (v. infr.), A light or keep lighted beside, πῦρ π. τοῖς νοσοῦσι Plu.2.383d; in ceremonies at tombs, Supp.Epigr.2.415 (Macedonia):—Pass., πάννυχος λύχνος π. Hdt.2.130. 2 of cautery, burn partly, ὅταν φλέβα παρακαύσῃς Hp.Vid.Ac.3.

German (Pape)

[Seite 481] (s. καίω), daneben, dabei, an der Seite anzünden, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; pass. λύχνος παρακαίεται, Her. 2, 130.

French (Bailly abrégé)

f. παρακαύσω, ao. παρέκηα, etc.
1 faire brûler à côté ; Pass. brûler à côté;
2 faire brûler par les bords, sur les côtés.
Étymologie: παρά, καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καίω, meestal med.-pass., ernaast branden:. πάννυχος λύχνος παρακαίεται de hele nacht brandt een lamp ernaast Hdt. 2.130.1.

Russian (Dvoretsky)

παρακαίω: зажигать возле (πῦρ τινι Plut.): πάννυχος λύχνος παρακαίεται Her. рядом всю ночь горит светильник.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαίω: μέλλ. -καύσω, καίω πλησίον, πῦρ παρακαίειν τοῖς νοσοῦσι Πλούτ. 2. 383D. - Παθητ., πάννυχος λύχνος παρακαίεται Ἡρόδ. 2. 130. 2) καίω, διὰ καυστῆρος), πλαγίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διακαίω, ὅταν δὲ φλέβας παρακαύσῃς ἢ διακαύσῃς Ἱππ. 688. 33.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
θερμαίνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό («πρόσεξε μην παρακάψεις το βούτυρο»)
2. εκπέμπω μεγάλη θερμότητα, είμαι πολύ καυτόςσήμερα παρακαίει ο ήλιος»)
αρχ.
1. καίω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πῡρ παρακαίειν τοῖς νοσοῦσι», Πλούτ.)
2. καίω πλαγίως με καυτήρα («ὅταν φλέβα παρακαύσῃς ἤ διακαύσῃς», Ιπποκρ.).