πρωτόκουρος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον, (κείρω) first cut, of clover, Arist.HA595b28.
German (Pape)
[Seite 805] zuerst geschoren, beschnitten, Arist. H. A. 8, 8.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόκουρος: впервые сжатый или скошенный (sc. πόα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόκουρος: -ον, (κείρω) ὁ πρῶτος καρείς, θερισθείς, ἐπὶ τοῦ τριφυλλίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για το τριφύλλι) αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. ψιλό-κουρος].