ἱζηματίας
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
(sc. σεισμός), ου, ὁ, earthquake which causes subsidence, Lyd.Ost.53; v.l. for χας ματίαι in Arist.Mu.396a4.
German (Pape)
[Seite 1244] σεισμός, Erdbeben mit Erdsenkungen, Io. Lyd. ost. p. 188 d.
Greek Monolingual
ἱζηματίας, ὁ (Α)
(ενν. σεισμός) σεισμός που επιφέρει καθιζήσεις, χάσματα της γης, αλλ. χασματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζημα + κατάλ. -ιας].