γενειήτης
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
French (Bailly abrégé)
εω (ὁ) :
ion. p. *γενειάτης;
homme ou animal barbu.
Étymologie: γενειάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γενειήτης -ου γενειάς ep. gen. γενειήτεω ; Dor. acc. γενειήταν, als adj. bebaard.
Russian (Dvoretsky)
γενειήτης: дор. γενειήτᾱς, ου adj. m бородатый (Διὸς υἱός Theocr.; φιλοσοφίας υἱὸς λεγόμενος Luc.; τράγος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γενειήτης: -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ γενειάτης.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): dór. -ήτας Theoc.17.33
barbado Διὸς υἱόν de Heracles, Theoc.l.c., ἄρτι γ. apenas echada la barba Iul.Or.11.131a
•subst. ὁ γ. Pan, Call.Dian.90
•c. cierto matiz despect. barbudo del Diálogo personif., Luc.Bis Acc.28, cf. Rh.Pr.23
•de ciertos anim.: del salmonete (cf. γενειῆτις), Hsch.γ 239, el macho cabrío, Hsch.γ 239
•de un gallo papujado Babr.124.11.
Greek Monotonic
γενειήτης: -ου, ὁ, Ιων. αντί γενειάτης.
German (Pape)
ion. = γενειάτης.