διάμεστος
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ον, brim-full, Antiph.246; δ. εἰς τὸ ἥμισυ exactly half full, Arist.Pr.922b36.
Spanish (DGE)
-ον
lleno completamente c. gen. τῶν πολλάκις θρυλουμένων (βρωμάτων) Antiph.240.3, τῶν ὑείων Macho 461, εἰς τὸ ἥμισυ δ. lleno hasta la mitad Arist.Pr.922b36, μυκηθμοῦ καὶ στόνου διάμεστον ἦν (τὸ θέατρον) Eun.VS 10.5.2
•medic. pleno del pulso regular al tacto, Gal.19.404.
Russian (Dvoretsky)
διάμεστος: наполненный (εἰς τὸ ἥμισυ πίθος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διάμεστος: -ον, ἐντελῶς, πλήρης, Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14· δ. εἰς τὸ ἥμισυ, ἀκριβῶς κατὰ τὸ ἥμισυ γεμᾶτος, Ἀριστ. Προβλ. 19. 50.
Greek Monolingual
διάμεστος, -ον (Α) μεστός
κατάμεστος.
German (Pape)
ganz voll, τινός, von etwas, Antiphan. bei Ath. II.45a; Arist. Probl. 19.50.