συνεπιρρέω

From LSJ
Revision as of 17:02, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιρρέω Medium diacritics: συνεπιρρέω Low diacritics: συνεπιρρέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΡΡΕΩ
Transliteration A: synepirréō Transliteration B: synepirreō Transliteration C: synepirreo Beta Code: sunepirre/w

English (LSJ)

flow to together, Gal.13.668, PGrenf.2.69.19 (iii A.D.); σ. ὁ ὄχλος D.H.10.16; extend in flow, ἔλαιον σ. πορρωτάτω Plu.2.696d.

French (Bailly abrégé)

couler ou se répandre de tous côtés.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιρρέω: одновременно стекать, растекаться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρέω: συρρέω, τρέχω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέοντος καὶ τοῦ κατ’ ἀγροὺς διατρίβοντος ὄχλου Διον. Ἁλ. 10, 16· τὸ ἔλαιον συνεπιρρεῖ πορρωτάτω δι’ ὑγρότητα τῶν μερῶν κινούμενον Πλούτ. 2. 696D.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιρρέω
1. τρέχω προς ένα σημείο μαζί με άλλον
2. εξαπλώνομαι, διαδίδομαι
μσν.
μτφ. συντελώ, συμβάλλω.

German (Pape)

(ῥέω), mit od. zugleich hinzufließen, Plut. Symp. 6.9.3.