φρυγιστί

From LSJ
Revision as of 11:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῠγιστί Medium diacritics: φρυγιστί Low diacritics: φρυγιστί Capitals: ΦΡΥΓΙΣΤΙ
Transliteration A: phrygistí Transliteration B: phrygisti Transliteration C: frygisti Beta Code: frugisti/

English (LSJ)

Adv., of music, in the Phrygian mode, Pl.R.399a; ἡ Φ. (sc. ἁρμονία) Arist.Pol.1290a21, 1340b5; τὰ Φ. μέλη ib. 1342b6.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la manière des Phrygiens ; selon le mode phrygien.
Étymologie: Φρύξ.

Russian (Dvoretsky)

φρῠγιστί: adv. по-фригийски, на фригийский лад Plat., Arst. etc.

Greek (Liddell-Scott)

φρῠγιστί: ἐπίρρ. δηλοῦν τρόπον μουσικῆς, κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, Πλάτ. Πολ. 399Α· ἡ φρ. (ἐξυπακ. ἁρμονία) Ἀριστ. Πρβλ. 4. 3, 7., 8. 5, 22· τὰ φρ. μέλη αὐτόθι 8. 7, 10· πρβλ. Φρύγιος Ι. 2.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. (ιδίως στη μουσ.) κατά τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῖς φρυγιστὶ μέλεσι», Αριστοτ.)
2. κατά την φρυγική διάλεκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φρυγία / Φρύξ + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. λυδ-ιστί, μηδ-ιστί)].

German (Pape)

auf Phrygisch, bes. in phrygischer Mundart, – in phrygischer Tonart, Plat. Rep. III.399a.