ἀκέραστος

Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, A unmixed, pure, τόλμης ἀνδρείας Pl.Plt.310d. Adv. ἀκεράστως, πνέων, gloss on ἀκραής, Sch. Od.2.421. II of vowelsounds, not coalescing, D.H.Comp.22.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no mezclado, exento de τόλμης Pl.Plt.310d.
2 gram., de las vocales que no se puede contraer D.H.Comp.22.39.
II adv. -ως sin mezcla ἀ. πνέων Sch.Od.2.421.

Russian (Dvoretsky)

ἀκέραστος: несмешанный: ἀ. τινος Plat. не смешанный с чем-л., свободный от чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέραστος: -ον, ἀμιγής, ἄμικτος, ἀκέραστος τόλμης, Πλάτ. Πολιτικ. 310D. ΙΙ. ὁ μὴ συμμιγνύμενος μετ’ ἄλλου, ὁ μὴ συγκιρνώμενος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέραστος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος
«ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)
2. γραμμ. ο ασυναίρετος
«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῦ Ι καὶ τοῦ Α» (Δίον. Αλ. 5, 167, 10).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο και το νεοελλ. ἀκέραστος, σημασιολογικούς διάφορα, συνδέονται (έμμεσα) ετυμολογικά, αφού το νεοελλ. ακέραστος παράγεται από το κερνώ που ανάγεται στο αρχ. κεράννυμι, το δε αρχ. ἀκέραστος από το κεραστός, ρημ. επίθ. του κεράννυμι.

German (Pape)

1 nicht gemischt, frei, τόλμης, von Wagnis, Plat. Polit. 310d.
2 unvereinbar, Dion.Hal. C.V. 45.
3 Bei Schol. Nic. Th. 260 = ἀκέρατος.