ἀρητός
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ή, όν, Ion. for ἀρατός: Ἀρήτη, ἡ, as pr.n., Od.7.54, etc.
Spanish (DGE)
v. ἀρατός.
Russian (Dvoretsky)
ἀρητός: эп.-ион. = ἀρατός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρητός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ ἀρᾱτός: Ἀρήτη, ἡ, ὄν. κύρ., Ὀδ. Η. 54, κτλ.
Greek Monotonic
ἀρητός: -ή, -όν, Ιων. αντί ἀρᾱτός.
German (Pape)
ion. = ἀρατός.