ἀναρραίνω
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
send gushing forth, πέτρα κρουνὸν ἀ. Arist.Mir.841a22.
Spanish (DGE)
manar (πέτραν) κρουνὸν ὕδατος ἀναρραίνειν Arist.Mir.841a22.
Russian (Dvoretsky)
ἀναρραίνω: изливать, извергать (κρουνόν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρραίνω: ἀναβλύζω, ἀναπέμπω, «χειμῶνος γενομένου ἐκ τοῦ αὐτοῦ τόπου κρουνὸν ὕδατος ἀναρραίνειν (τὴν πέτραν)» Ἀριστ. π. Θαυμ. 114.
Greek Monolingual
ἀναρραίνω (Α) ραίνω
αναβλύζω, αναβρύω.
German (Pape)
hervorspringen lassen, κρουνόν Arist. Mirab. 114.