ἀμφώδων

From LSJ
Revision as of 13:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφώδων Medium diacritics: ἀμφώδων Low diacritics: αμφώδων Capitals: ΑΜΦΩΔΩΝ
Transliteration A: amphṓdōn Transliteration B: amphōdōn Transliteration C: amfodon Beta Code: a)mfw/dwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ, (ὀδούς) A with incisor-teeth in both jaws, opp. ruminants, Arist.HA501a11, cf. PA675a5, HA495b31, al. II Subst., ass, Lyc.1401. (Freq. written ἀμφόδων; cf. ἀμφόδους.)

Spanish (DGE)

-ον, gen. -οντος
• Alolema(s): tb. ἀμφόδων Gal.18(1).358
• Morfología: [-ουν Arist.HA 507b34]
1 con dientes en ambas mandíbulas de caballos, asnos, Hp.Art.8, cf. Arist.HA 501a11, 495b31, PA 663b36, 675a5.
2 subst. ὁ ἀ. asno ἀμφώδοντος ἐξ ἄκρων λοβῶν φθέρσας κύφελλα cortando desde las raíces de los lóbulos sus orejas de asno de Midas, Lyc.1401, cf. Hsch., EM 1217.

German (Pape)

[Seite 146] οντος, ὁ, oben und unten Zähne habend (όδούς), Arist. II. A. 2, 3, 8 (Bekk. 2, 1, p. 501, 11). – Bei Lyc. 1401 der Esel.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφώδων: -οντος, ὁ, ἡ, (ὁδοὺς) ὁ ἔχων ὀδόντας ἐν ἀμφοτέραις ταῖς σιαγόναις, ὡς πάντα τὰ σαρκοφάγα ζῷα, ἐνῷ τὰ μηρυκαστικὰ εἶναι οὐκ ἀμφώδοντα, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 50. πρβλ. Μορ. Ζ. 3. 2, 18, Ἱστ. Ζ. 1. 16, 18 καὶ ἄλλ. ΙΙ. ὡς οὐσ., ὁ ὄνος Λυκόφρ. 1410. - Ὁ τύπος ἀμφόδων εἶναι κοινὸς ἐν τοῖς χειρογρ. καὶ τοῖς μεταγεν. συγγραφεῦσι, πρβλ. καὶ ἀμφόδους.

Greek Monolingual

ἀμφώδων (-οντος), ο, η (Α)
αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς, με έκταση του αρχ. φωνήεντος της λ. σε -ω- (ἀμφ-ώδων) λόγω της συνθέσεως].